Σάββατο

ΠΑΙΔΙ/ΦΑΝΑΡΙ

Σε ξέρω καλά:
Με κοζάρεις μέσα απ’ τα φιμέ τζάμια
καθώς σου καθαρίζω το παρμπρίζ.
Μαρσάρεις ανυπόμονα
περιμένοντας το φανάρι
ν’ ανάψει
πράσινο.
Χαϊδεύεις το δέρμα του τιμονιού,
τα μπάσα παίζουν στο τέρμα˙
πίσω απ’ τα μαύρα σου γυαλιά
με κοιτάζεις με βλέμμα περιφρονητικό.

Σε ξέρω καλά:
Δεν αξίζω τίποτα για σένα˙
ούτε καν το μισό ευρώ
που κρατάς ανάμεσα σε δείχτη και μεσαίο.
Ανοίγεις το παράθυρο βιαστικά,
δεν γυρίζεις καν να με κοιτάξεις.

Σε ξέρω καλά˙
μα εσύ δεν ξέρεις
ότι καθώς απλώνω το αριστερό χέρι
ανοιχτό
στο δεξί κρατώ
σφιχτά
ένα μαχαίρι.

[Γκρόζνι]